- ἑπταετίας
- ἑπταετίᾱς , ἑπταετίαage of seven yearsfem acc plἑπταετίᾱς , ἑπταετίαage of seven yearsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χούντα — Ισπανική λέξη, που σημαίνει σύνδεσμος. Από τον 19o αι., άρχισε να σημαίνει στρατιωτικό σύνδεσμο, ομάδα δηλαδή αξιωματικών, οι οποίοι συνεργάζονται παράνομα για να επιτύχουν πολιτικούς σκοπούς με αντιδημοκρατικά μέσα και να καταλάβουν την εξουσία … Dictionary of Greek
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Λαμπράκηδες — Τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη που έδρασε την περίοδο 1963 67. Προέκυψε από τη συγχώνευση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης –που δημιουργήθηκε λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη… … Dictionary of Greek
Παπαθανασίου, Ασπασία — Ηθοποιός. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στις αρχές της Κατοχής με τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας. Παράλληλα πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση στις γραμμές του EAM και διετέλεσε… … Dictionary of Greek